ουρανοκιρκίτης

ουρανοκιρκίτης
ο
(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού ουρανίου και τού βαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Uranocircit + ουράνιο + κίρκος «γεράκι» (μετάφραση τού γερμ. falken από την περιοχή Falkenstein της κεντρικής Γερμανίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”